Καβειριάς

Καβειριάς
Καβειριάς
the Cabeiri
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καβειραίος — α, ο (Α καβειραῑος, αία, ον [Κάβειροι] 1. καβειρικός* 2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Καβειραίοι οι κάτοικοι τής Καβειρίας, αρχαίας περιοχής τής Βοιωτίας …   Dictionary of Greek

  • καβειρικός — ή, ὁ (Α καβειρικός, ή, όν, θηλ. και καβειριάς, άδος) [Κάβειροι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καβείρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”